- σοφολογιότατος
- -η, -ο1. σοφός και λόγιος μαζί.2. ο σχολαστικός, ο μη σωστά μορφωμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σοφολογιότατος — και σοφολογιώτατος, ο, Ν 1. ο πολύ σοφός και πολύ λόγιος ταυτόχρονα 2. ειρων. σχολαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + λογιότατος / λογιώτατος, υπερθ. βαθμός του λόγιος. Ο τ. σοφολογιώτατος μαρτυρείται από το 1811 στα Έγγραφα Πατριάρχου… … Dictionary of Greek
σοφολογιοτατισμός — και σοφολογιωτατισμός, ο, Ν ειρων. το να μιμείται κανείς τον σοφολογιότατο, σχολαστικισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφολογιότατος / σοφολογιώτατος + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
Ο Σ πεζογράφος — Πέρα από τον ποιητή που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε, υπάρχει και ένας άλλος Σ. που δεν τον αξιολογήσαμε όσο πρέπει. Είναι ο Σ. πεζογράφος. Η πεζογραφία του, μικρή κι αυτή σε ποσότητα, αλλ’ ισάξια με την ποίησή του σε πνοή και δυναμισμό, αποτελεί… … Dictionary of Greek